ἀνασκευαστικός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ή, όν, A destructive, in Logic, ἀ. τόποι Arist.Top.152b37. Adv. -κῶς destructively, by way of refutation, Id.APr.52a38. 2 c. gen., destructive of, ἀλλήλων S.E.M.8.196. II restorative, curative, Sor.2.50, Dsc. 1.33. Adv. -κῶς Herod. Med. ap. Orib.5.30.17.
German (Pape)
[Seite 207] 1) widerlegend, Arist. top. 2, 2; Theon progymn. 3. – 2) zum Wiederherstellen geschickt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκευαστικός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος ἢ ἁρμόδιος πρὸς ἀνασκευὴν ἢ ἀναίρεσιν, ἐν τῇ λογικῇ, ἀνασκευαστικοὶ τόποι Ἀριστ. Τοπ. 7. 2: ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἀνασκευαστικῶς δείκνυται ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 46, 13. 2) μετὰ γεν. καταστρεπτικός τινος, ἀλλήλων Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 196.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1destructivoop. κατασκευαστικός: ἀ. τόπος Arist.Top.152b37
•c. gen. ἀ. ἀλλήλων αἰτίας S.E.M.8.196
•en ret. forense de una definición refutatorio e.d. que no admite una disyuntiva al negar el cargo de la acusación, Fortunat.Rh.91.7.
2 curativo subst. τὰ ἀ. Sor.128.10, Dsc.1.33.
II adv. -ῶς
1 destructivamente δείκνυται Arist.APr.52a38.
2 con métodos terapéuticos Herod.Med. en Orib.5.30.17.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνασκευαστικός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος να ανασκευάζει.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασκευαστικός:
1) разрушительный, разрушающий (τινος Sext.);
2) опровергающий, служащий для опровержения (τόποι Arst.).