ἀποσκιρτάω
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
A skip away, τῆς ἀγελῆς Hellanic.111 J.; in Str.17.1.31 to have a bout of skipping or capering: metaph., to be restive or rebellious, Luc.Merc.Cond. 23, Them.Or.7.87b.
German (Pape)
[Seite 325] wegspringen, δάμαλις – τῆς ἀγέλης, von der Heerde, Dion. Hal. 1, 35; Luc. Merc. cond. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκιρτάω: μέλλ. -ήσω, ἀποσκιρτῶ, φεύγω, Ἑλλανικ. 97· ἀποσκιρτήσας τῆς ἀγέλης Διον. Ἁλ. 1. 35· παρὰ Στράβ. 807, ἐπὶ βοός, σκιρτῶ, πηδῶ, τῆδε κἀκεῖσε.
Spanish (DGE)
1 brincar fuera de c. gen. o prep. c. gen. τῆς ἀγέλης Hellanic.111, χοίρου λευκῆς ἀπὸ τοῦ πλοίου ... ἀποσκιρτησάσης D.C.4.5 (p.2.13)
•fig. precipitarse εἰς δόξας αἱρέσεων Clem.Al.Strom.7.16.95, εἰς ψυχάς Alex.Al.Ep.Alex.40, cf. 1
•abs. retozar del buey Apis, Str.17.1.31, τὰ πρόβατα νέμεται μάλιστα ἀποσκιρτῶντα καὶ ἀποπηδῶντα ἀλλήλων Gp.18.18.2.
2 rebelarse ἡ μνήμη τῆς ἐλευθερίας ... ἀποσκιρτᾶν ἐνίοτε ποιεῖ Luc.Merc.Cond.23, cf. Them.Or.7.87b.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκιρτάω: отскакивать, бросаться в сторону Luc.