ἀτιμαγελέω

From LSJ
Revision as of 23:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῑμᾰγελέω Medium diacritics: ἀτιμαγελέω Low diacritics: ατιμαγελέω Capitals: ΑΤΙΜΑΓΕΛΕΩ
Transliteration A: atimageléō Transliteration B: atimageleō Transliteration C: atimageleo Beta Code: a)timagele/w

English (LSJ)

(ἀγέλη) A forsake the herd, stray, Arist.HA572b19, 611a2, Theoc.9.5: metaph., try to escape, Luc.Lex.10.

German (Pape)

[Seite 386] die Heerde verlassen, Arist. H. A. 9, 31 (aor.); Theocr. 9, 4, nach Schol. καταλιπεῖν τὸ κοινὸν τῆς ἀγέλης καὶ καθ' ἑαυτὸν νέμεσθαι; stolz sein, in geziertem Ausdruck, Luc. Lexiph. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῑμᾰγελέω: καταλείπω τὴν ἀγέλην, ἐπὶ ταύρου, ὁ δὲ ταῦρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος καὶ μάχεται τοῖς ἄλλοις, τὸν δὲ πρότερον χρόνον μετ’ ἀλλήλων εἰσίν, ὃ καλεῖται ἀτιμαγελεῖν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 18, 16., μηδὲν ἀτιμαγελοῦντες, μηδαμῶς καταλείποντες τὴν ἀγέλην, 9. 3, 4, Θεόκρ. 9, 5. ΙΙ. μεταφ., ὑπερφρονῶ, ὑπερηφανεύομαι, Λουκ. Λεξιφ. 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 abandonner le troupeau par dédain ; s’égarer;
2 p. anal. déserter.
Étymologie: ἀτιμαγέλης.

Spanish (DGE)

• Morfología: [dór. part. ἀτιμαγελεῦντες Theoc.9.5]
desmandarse, hacerse cimarrón de toros, Arist.HA 572b19, 611a2, Theoc.l.c.
fig. de pers. ὁ στρατηγός ... ἀτιμαγελοῦντι καρπόδεσμα ... περιθείς Luc.Lex.10.

Greek Monotonic

ἀτῑμᾰγελέω: μέλ. -ήσω, εγκαταλείπω τα κοπάδια, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτῑμᾰγελέω: уходить от своего стада Arst., Theocr., Luc.

Middle Liddell

[From ἀτιμαγέλης
to forsake the herd, Theocr.