ἀφιλόσοφος

From LSJ
Revision as of 23:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφῐλόσοφος Medium diacritics: ἀφιλόσοφος Low diacritics: αφιλόσοφος Capitals: ΑΦΙΛΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: aphilósophos Transliteration B: aphilosophos Transliteration C: afilosofos Beta Code: a)filo/sofos

English (LSJ)

ον, of persons, A without taste for philosophy, Id.Sph.259e, Ph. Fr.35 H.; γένος Pl.Ti.73a; σνγγραφεύς unphilosophical, Plb.12.25.6. 2 of conditions, unphilosophic, δίαιτα Pl.Phdr.256c; ἀ. τήρησις S.E.M.11.165.

German (Pape)

[Seite 412] unphilosophisch, καὶ ἄμουσος Plat. Soph. 259 e; Tim. 75 a; Sp., Pol. 12, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφῐλόσοφος: -ον, ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἔχων ἀγάπην πρὸς τὴν φιλοσοφίαν, Πλάτ. Σοφ. 259Ε. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀκατάλληλος πρὸς τὴν φιλοσοφίαν, δίαιτα Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β· γαστριμαργία ὁ αὐτ. Τίμ. 73Α· ἀφ. τήρησις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 165. - Ἐπίρρ. ἀφιλοσόφως, Ὠριγέν. κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’a pas de goût pour la philosophie;
2 en parl. de choses qui ne convient pas à un philosophe ou pour l’étude de la philosophie.
Étymologie: ἀ, φιλόσοφος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no inclinado a la filosofía de pers. ἄμουσος ... καὶ ἀ. Pl.Sph.259e, ἀ. καὶ ἀνάγωγος Plb.12.25.6, γένος Pl.Ti.73a, ἀ. καὶ ἰδιώτης Ph.Fr.35
fig. ignorante, poco reflexivo περὶ δὲ ἤθη ἀ. Hsch.H.Hom.17.1.29.
2 no filosófico, impropio de un filósofo de abstr. δίαιτα Pl.Phdr.256c, ὁμολογίαι Plu.2.464b, τήρησις S.E.M.11.165, οὐδὲν γάρ ἐστι τῶν καλουμένων φιλοσόφων ἀφιλοσοφώτερον no hay nada menos filosófico que los llamados filósofos Ath.611d, ἀφιλόσοφα μεθοδεύοντες Eust.Op.257.92, cf. Porph.Plot.21.
II adv. -ως sin inclinación por la filosofía ζῆν ἀ. Origenes Cels.2.17
de modo poco filosófico συντίθεμαι ἀ. εἰς τύπον μνησίκακον Eust.Op.107.41, cf. 109.28.

Greek Monolingual

ἀφιλόσοφος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν αγαπά τη φιλοσοφία
2. (για καταστάσεις) ο ακατάλληλος για φιλοσοφία.

Greek Monotonic

ἀφῐλόσοφος: -ον, μη φιλοσοφικός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφιλόσοφος: чуждый философии, нефилософский Plat., Polyb., Plut., Sext.

Middle Liddell

unphilosophic, Plat.