ἁρπακτί
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
Adv. A = ἁρπάγδην, greedily, ἁρπακτὶ πίε CIG8470b (vase).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπακτί: ἐπίρρ. = ἁρπάγδην, ἁρπακτὶ πίε Συλλ. Ἐπιγρ. 8470β.
Spanish (DGE)
adv. vorazmente ἁρπακτὶ πίε CIG 8470b (vaso).