ἐγκοιλαίνω
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
A hollow, scoop out, f.l. in Hdt.2.73:—Pass., Thphr. HP5.2.4.
German (Pape)
[Seite 708] aushöhlen, ausgraben; Her. 2, 73; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκοιλαίνω: ποιῶ τι κοῖλον, Ἡρόδ. 2. 73, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ion. ἐγκοιλήνας;
creuser intérieurement.
Étymologie: ἐν, κοιλαίνω.
Spanish (DGE)
ahuecar, hacer cóncavo, vaciar sólo en v. pas., de un árbol, Thphr.HP 5.2.4, ἐγκοιλανθεῖσα (ἡ ῥίζα) si se ahueca la raíz Dsc.2.164, ὅρμοι καὶ λιμένες ... ταῖς ἀκταῖς ἐγκοιλανθέντες Gr.Nyss.M.44.132B, (ὀφθαλμοί) ἐγκοιλαινόμενοι ojos hundidos Gr.Nyss.Beat.158.4.
Greek Monolingual
(AM ἐγκοιλαίνω)
καθιστώ κάτι κοίλο, βαθουλώνω, κουφαίνω.
Greek Monotonic
ἐγκοιλαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, κοιλαίνω, βαθουλώνω, δημιουργώ κοιλότητα, σε Ηρόδ.