τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Full diacritics: ἐμετός | Medium diacritics: ἐμετός | Low diacritics: εμετός | Capitals: ΕΜΕΤΟΣ |
Transliteration A: emetós | Transliteration B: emetos | Transliteration C: emetos | Beta Code: e)meto/s |
ή, όν, A vomited, Suid.
ἐμετός: ἴδε ἔμετος ἐν τέλει.
και έμετος, ο (AM ἔμετος)
αντανακλαστικό φαινόμενο από ποικίλες αιτίες κατά το οποίο εξέρχεται από το στόμα το περιεχόμενο του στομάχου
νεοελλ.
αίσθημα αηδίας
αρχ.
τάση για εμετό, αναγούλα.