ἐναγγειόσπερμος

From LSJ
Revision as of 08:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναγγειόσπερμος Medium diacritics: ἐναγγειόσπερμος Low diacritics: εναγγειόσπερμος Capitals: ΕΝΑΓΓΕΙΟΣΠΕΡΜΟΣ
Transliteration A: enangeióspermos Transliteration B: enangeiospermos Transliteration C: enaggeiospermos Beta Code: e)naggeio/spermos

English (LSJ)

ον, A having the seed in a capsule, Thphr.HP1.11.3,CP4.7.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναγγειόσπερμος: αὐτόθι 8, 3, 4, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 5.

Spanish (DGE)

-ον
bot., neutr. subst. τὰ ἐ. (sc. φυτά) ref. la subclase del reino vegetal de plantas cuyas semillas van dentro de una cápsula op. τὰ ἐνυμενόσπερμα y τὰ γυμνόσπερμα Thphr.CP 4.15.2, cf. HP 8.3.4.

Greek Monolingual

και ενανγειοσπέρματος (Α ἐναγγειόσπερμος, -ον και ἐναγγειοσπέρματος, -ον)
φυτό που έχει τα σπέρματά του μέσα σε κοιλότητα όμοια με αγγείο
νεοελλ.
(φυτολ.) «εναγγειόσπερμα ή αγγειόσπερμα φυτά».