ἐπίκλην
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
Adv. A by surname, by name, Pl.Sph.221c; ἐπίκλην ἀιθὴρ καλούμενος Id.Ti.58d; ἕξεώς τινος ἐ. λεγομένη called after . ., Id.Phlb.48c; Σαραπίων ἐ. βουκόλος PLips.6.7 (iv A.D.), cf. Luc.Symp.6, IG12(8).529 (Thasos); ὁ τοῦ Αὐγούστου ἐ. λιμήν D.C.75.16. 2. nominally, Apollod.3.13.4.—Prop. acc. from an obsolete nom. ἐπίκλη, = ἐπίκλησις, ἐπωνυμία (Hsch.); ἐπίκλην (acc.) ἔχειν, occurs in Pl.Ti.38c, IG14.1018.6.
German (Pape)
[Seite 949] adv., von ἐπικαλέω abgeleitet; aber Hesych. erkl. ἐπίκλη durch ἐπίκλησις u. ἐπωνυμία, wofür Ep. ad. 190 (App. 239) δῶρον Ἀπόλλωνος θεῖον ἔχων ἐπίκλην zu sprechen scheint; vgl. Plat. Tim. 38 c ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά, mit der v. l. ἐπίκλησιν; sonst ἐπίκλην λέγεσθαι, καλεῖσθαι, mit Zunamen benannt, zubenannt werden, Phil. 48 c Tim. 58 d; τοὔνομα ἡ ἀσπαλιευτικἡ ἐπίκλην γέγονε Soph. 221 c; Sp., wie ἐς τὸν τοῦ Αὐγούστου ἐπίκλην λιμένα D. Cass. 75, 16; Δίφιλος ὁ Λαβύρινθος ἐπ. Luc. conv. 6. – Dem Namen nach, Apolld. 3, 13, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκλην: Ἐπίρρ. (ἐπικαλέω) ἐξ ἐπικλήσεως, κατ’ ἐπωνυμίαν, ἀπ’ αὐτῆς τῆς πράξεως ἀφομοιωθὲν τοὔνομα, ἡ νῦν ἀσπαλιευτικὴ ζητηθεῖσα ἐπίκλην γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 221C· ἀέρος, τὸ μὲν εὐαγέστατον ἐπίκλην αἰθὴρ καλούμενος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 58D· ἕξεώς τινος ἐπίκλην λεγομένη ὁ αὐτ. ἐν «Φιλήβῳ» 48C· πρβλ. Λουκ. Συμπ. 6, καὶ Δίωνα Κ. 75. 16. 2) κατ’ ὄνομα, ὀνόματι, Ἀπολλόδ. 3. 13, 4. ― Κυρίως αἰτ. ἀχρήστου ὀνομαστ. ἐπίκλη = ἐπίκλησις (ὃ ἴδε), καὶ ἐπίκλην ἔχειν, ὡς αἰτ. ἀπαντᾷ ἐν Πλάτ. Τιμ. 38C, Ἀνθ. Π. ἐν παραρτ. 239. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκλη· «ἡ ἐπίκλησις παρὰ Ἀττικοῖς» καὶ «ἐπίκλη· ἐπωνυμία».
French (Bailly abrégé)
adv.
par surnom.
Étymologie: ἐπικαλέω.
Greek Monotonic
ἐπίκλην: επίρρ. (ἐπικαλέω), κατ' επίκληση, κατ' επωνυμία, ονομαστικά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκλην: adv. καλέω по имени (Δίφιλος ὁ Λαβύρινθος ἐ. Luc.): ἐ. ἔχειν, λέγεσθαι или καλεῖσθαι Plat. быть названным, именоваться.