ἐπιστύλιον

From LSJ
Revision as of 09:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστύλιον Medium diacritics: ἐπιστύλιον Low diacritics: επιστύλιον Capitals: ΕΠΙΣΤΥΛΙΟΝ
Transliteration A: epistýlion Transliteration B: epistylion Transliteration C: epistylion Beta Code: e)pistu/lion

English (LSJ)

[ῡ], τό, (στῦλος) A architrave, IG12.372, Tab.Heracl.1.6, CIG2751 (Aphrodisias), Plu.Per.13, Ph.Bel.62.6, Callix.2, Vitr.3.5.8, etc. : also as Adj., ἐπιστύλια ξύλα IG12.313.106. 2 shelf with pigeon-holes, Arist.Ath.47.5 (pl.).

German (Pape)

[Seite 986] τό, der unmittelbar auf den Säulen ruhende Unterbalken, Architrav, Plut. Pericl. 13; Vitr. 3, 5 u. sonst; vielleicht übh. Gebälk.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστύλιον: τό, (στῦλος) ἐν τῇ ξυλοδρομίᾳ εἶναι ἡ δοκὸς ἡ κειμένη ἐπὶ τῶν στύλων, ἐν δὲ τῇ λιθοδρομίᾳ τὸ κατώτερον μέρος τοῦ θριγκοῦ τὸ ἐπὶ τῶν κιονοκράνων στηριζόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 36, 2751-3, Πλουτ. Περικλ. 13· καθελὼν ἀπὸ τῶν ἐπιστηλίων Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 68. 12 (ἔκδ. Blass)· ― «κίονες διεστάθησαν ξύλινοι… ἐφ’ ὧν ἐπιστύλιον καθηρμόσθη τετράγωνον ὑπερεῖδον τὴν σύμπασαν τοῦ συμποσίου στέγην» Ἀθήν. 196Β, 205Ε. Βιτρούβ.: ― ὡσαύτως, ἐπιστῡλίς, ίδος, ἡ, Φίλων 1. 666· καὶ ἐπίστῡλον, τό, Γεωπ. 14. 6, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
t. d’arch. épistyle, architrave, entablement.
Étymologie: ἐπί, στύλος.

Greek Monotonic

ἐπιστύλιον: τό (στῦλος), πρέκι, οριζόντιο ξύλο ή δοκός στην κορυφή στύλων, επιστύλιο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστύλιον: (ῡ) τό арх. эпистиль, архитрав Plut.

Middle Liddell

ἐπιστύλιον, ου, τό, στῦλος
the lintel on the top of pillars, the epistyle, architrave, Plut.