Ἑλληνιστί
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
English (LSJ)
Adv. A in the Greek language, Pl.Ti.21e, PTaur.1v4 (ii B.C.), Ph.2.546, J.AJ14.10.2, etc.; Ἑ. συνιέναι to understand Greek, X.An.7.6.8; Ἑ. γινώσκεις; Act.Ap.21.37; in Greek fashion, Luc.Scyth.3.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλληνιστί: ἐπίρρ., κατὰ τρόπον ἑλληνικόν, Λουκ. Σκύθ. 3· ἑλληνιστὶ ξυνιέναι, γινώσκειν, ξυνίει δὲ καὶ αὐτὸς (ὁ Σεύθης) ἑλληνιστὶ τὰ πλεῖστα, ἐνόει δὲ καὶ αὐτὸς τὰς περισσοτέρας ἑλληνικὰς λέξεις» (Βαρδαλάχος), Ξεν. Ἀν. 7. 6, 8· ἑλληνιστὶ γινώσκεις; γινώσκεις ἑλληνικά; Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 38· καὶ ἦν γεγραμμένον Ἑβραϊστὶ Ἑλληνιστί, ἐν τῇ Ἑλλ. γλώσσῃ, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 20.
English (Strong)
adverb from the same as Ἑλληνιστής; Hellenistically, i.e. in the Grecian language: Greek.
English (Thayer)
adverb (ἑλληνίζω), in Greek, i. e. in the Greek language: Xenophon, an. 7,6, 8; others.)
Greek Monotonic
Ἑλληνιστί: επίρρ., κατά τον ελληνικό τρόπο, στα ελληνικά, σε Λουκ.· Ἑλλ. ξυνιέναι, γνωρίζω, καταλαβαίνω ελληνικά, σε Ξεν.
Middle Liddell
in Greek fashion, Luc.; Ἑλλ. ξυνιέναι to understand Greek, Xen.
Chinese
原文音譯:`Ellhnist⋯ 赫累你士提
詞類次數:副詞 名詞(2)
原文字根:希臘語
字義溯源:希臘化的,希利尼的,希利尼化的;源自(Ἑλληνιστής)=希臘化的人,說希利尼話的猶太人);而 (Ἑλληνιστής)出自(Ἕλλην)=希臘人), (Ἕλλην)又出自(Ἑλλάς)*=希臘)
出現次數:總共(2);約(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 希利尼話(1) 徒21:37;
2) 希利尼文(1) 約19:20