ἱπποφαές

From LSJ
Revision as of 12:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποφᾰές Medium diacritics: ἱπποφαές Low diacritics: ιπποφαές Capitals: ΙΠΠΟΦΑΕΣ
Transliteration A: hippophaés Transliteration B: hippophaes Transliteration C: ippofaes Beta Code: i(ppofae/s

English (LSJ)

έος, τό, a kind of A spurge, Euphorbia spinosa, used for carding cloth, Asclep. ap. Gal.Nat.Fac.1.13, Dsc.4.159 (also ἱππόφαος ibid., ἱπποφανής Ps.-Dsc.ibid.). 2 = sq., Ps.-Dsc.4.160; = ἱππόφεως, Gal.19.106; as a drug, Thphr.HP9.15.6.

German (Pape)

[Seite 1261] τό, eine Pflanze, Diosc., auch ἱππόφαιστον, Theophr., u. ἱππόφεως, ω, ὁ, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποφᾰές: έος, τό, εἶδος φυτοῦ, Euphorbia spinosa (Sprengel), δι’ οὗ οἱ ἀρχαῖοι ἔκναπτον τὰ ἱμάτια, Ἀσκληπ. παρὰ Γαλην. 2. σ. 42, Διοσκ. 4. 159 (162) κτλ. - Παρ’ Ἱππ. εὑρίσκομεν γεν. ἱπποφαέως, 539. 18., 546. 5 καὶ 47, κτλ.· ἀλλ’ ἐνίοτε μετὰ διαφ. γραφ. ἱππόφεω, ἐκ τοῦ ἱππόφεως, ὁ, ὅπερ ἀπαντᾷ παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 2, καὶ Γαλην. Τὸ φυτὸν ἱππόφαιστον, τό, ἦτο ἴσως ἄλλο εἶδος, Διοσκ. 4. 163, Πλίν. 27. 66, πρβλ. Ruf. σ. 26 Matth. - Ὡσαύτως ἐκαλεῖτο ἱπποφανὲς καὶ ἱπποφυὲς καὶ ἐχίνιον Διοσκ. (Νόθ). 159 (162).

Greek Monolingual

το (Α ἱπποφαές)
νεοελλ.
βοτ. γένος δικοτυλήδονων αγγειόσπερμων φυτών της οικογένειας ελαιαγνίδες
αρχ.
1. το φυτό ευφόρβιον το ακανθόθαμνον
2. το φυτό ιππόφαιστον
3. είδος φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -φαές, ουδ. του -φαής < φάος, φῶς].