ὀξυπαγής

From LSJ
Revision as of 12:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠπᾰγής Medium diacritics: ὀξυπαγής Low diacritics: οξυπαγής Capitals: ΟΞΥΠΑΓΗΣ
Transliteration A: oxypagḗs Transliteration B: oxypagēs Transliteration C: oksypagis Beta Code: o)cupagh/s

English (LSJ)

ές, A sharp-pointed, στάλικες AP6.109 (Antip.) ; ὄνυξ Nonn.D.14.385 ; prickly, κάραβος Opp.H.1.261.

German (Pape)

[Seite 353] ές, scharf od. spitz zum Einschlagen, στάλικες, Antp. Sid. 17 (VI, 109); κάραβος, stachlig, Opp. H. 1, 261.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠπᾰγής: -ές, ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξύ, στάλικες Ἀνθ. Π. 6. 109· ὄνυξ Νόνν. Δ. 14. 385· ἀκανθώδης, κάραβος Ὀππ. Ἁλ. 1. 261.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 aiguisé ou aigu pour s’enfoncer ou pénétrer;
2 armé de pinces ou d’aiguillons.
Étymologie: ὀξύς, πήγνυμι.

Greek Monolingual

ὀξυπαγής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερή άκρη, μυτερός
2. ακανθώδης, αγκαθωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -πᾱγης (< θ. πᾱγ- του πήγνυμι), πρβλ. ημι-παγής].

Greek Monotonic

ὀξῠπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που έχει αιχμηρό άκρο, αιχμηρή απόληξη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠπᾰγής: заостренный, остроконечный (στάλικες Anth.).

Middle Liddell

ὀξῠ-πᾰγής, ές πήγνυμι
sharp-pointed, Anth.