ὑπερδίδωμι

Revision as of 13:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A give instead, προπάντων μίαν ὑπερδοῦναι θανεῖν E.Fr. 360.18 (perh. ὕπερ δοῦναι) ; πλοῦτον ὑπερδώῃσι is dub. l. in Antioch. Astr. in Cat.Cod.Astr.1.112.

German (Pape)

[Seite 1194] (s. δίδωμι), dafür geben, τί τινος, Eur. frg. Erechth. 17.

Greek Monolingual

Α δίδωμι
παραχωρώ κάποιον για να σώσω έναν άλλο («πρὸ πάντων μίαν ὑπερδοῡναι θανεῑν», Ευρ.).