ὑποκάμπτω
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
A bend short back, ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψαν they turned in the strap-end under the strap itself, Il.24.274; ὑποκεκαμμένα [τὰ σκέλη] Philum. ap. Aët.16.23. II intr., turn back, double as a hare, X.Cyn.5.16. III metaph., c. acc., fall short of, καιρὸν χάριτος A.Ag.786 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1219] 1) trans., umbiegen; als tmesis rechnet man hieher ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψαν Il. 24, 274. – 2) intrans., umkehren, zurückkehren, Xen. Cyn. 5, 16. – 3) darum-, herumgehen, dah. vermeiden; Aesch. vrbdt μήθ' ὑπεράρας μήθ' ὑποκάμψας καιρὸν χάριτος, Ag. 760.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάμπτω: μέλλ. -ψω, κάμπτω ὀλίγον ὀπίσω ἢ ὑποκάτω, ὑπὸ γλωχῖνα δ’ ἔκαμψαν, ἔκαμψαν τὸ ἄκρον τοῦ ἱμάντος ὑπ’ αὐτὸν τὸν ἱμάντα, Ἰλ. Ω. 274. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑποστρέφομαι, γυρίζω ὀπίσω, ἐπὶ λαγοῦ, ἔστιν ὅτε διαβαίνουσι τὰ ῥεύματα καὶ ὑποκάμπτουσι καὶ καταδύονται εἰς φάραγγας Ξεν Κυν. 5, 16. 2) μεταφορ., μετ’ αἰτ., ὑπολείπομαι, μένω ὀπίσω, ὑστερῶ, μήθ’ ὑπεράρας μήθ’ ὑποκάμψας καιρὸν χάριτος Αἰσχύλ. Ἀγ. 786.
French (Bailly abrégé)
faire des détours ; se détourner avant d’atteindre le but.
Étymologie: ὑπό, κάμπτω.
Greek Monolingual
ΜΑ
κάμπτω κάτι λίγο προς τα κάτω ή προς τα πίσω
μσν.
μτφ. υποχωρώ
αρχ.
1. (αμτβ.) (για λαγό) γυρίζω προς τα πίσω
2. μτφ. υστερώ.
Greek Monotonic
ὑποκάμπτω: μέλ. -ψω,
I. λυγίζω λίγο πίσω, γυρίζω μέσα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αμτβ., γυρίζω λίγο προς τα πίσω, πισωγυρίζω όπως ο λαγός, σε Ξεν.· μεταφ. με αιτ., υστερώ, υπολείπομαι, καιρόν, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκάμπτω:
1) подгибать назад (γλωχῖνα Hom. - in tmesi);
2) поворачивать назад, петлять Xen.: μήθ᾽ ὑπεράρας μήθ᾽ ὑποκάμψας καιρόν Aesch. не перескочив предела, но и не повернув, не достигнув его.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to bend short back, turn in under, Il.
II. intr. to turn short back, double as a hare, Xen.:—metaph., c. acc., to fall short of, καιρόν Aesch.