ὑφόλμιον

From LSJ
Revision as of 14:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφόλμιον Medium diacritics: ὑφόλμιον Low diacritics: υφόλμιον Capitals: ΥΦΟΛΜΙΟΝ
Transliteration A: hyphólmion Transliteration B: hypholmion Transliteration C: yfolmion Beta Code: u(fo/lmion

English (LSJ)

τό, (ὅλμος II. I) A mortar-stand, Ar.Fr.61. II part of the ὅλμος (in a flute, v. ὅλμος 11.5), Pherecr.242, Poll.4.70.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφόλμιον: τό, (ὅλμος) τὸ ὑπόθημα ὅλμου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 155 (Πολύδ. Ι΄, 144). ΙΙ. μέρος τοῦ ὅλμου (ἐν τῷ αὐλῷ, ἴδε ὅλμος ΙΙ 5), Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 58, Πολύδ. Δ΄, 70.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. βάση γουδιού
2. το τμήμα του αυλού που βρίσκεται κοντά στο στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὅλμος «γουδί, το στόμιο του αυλού» + κατάλ. -ιον].

Russian (Dvoretsky)

ὑφόλμιον: ὅλμος τό основание ступы Arph.