ῥύαξ

From LSJ
Revision as of 15:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥύαξ Medium diacritics: ῥύαξ Low diacritics: ρύαξ Capitals: ΡΥΑΞ
Transliteration A: rhýax Transliteration B: rhyax Transliteration C: ryaks Beta Code: r(u/ac

English (LSJ)

[ῠ], ᾱκος, ὁ, (ῥέω) A rushing stream, mountain torrent, Th.4.96, Dsc.3.51, prob. in OGI335.111 (Pergam., ii B.C.). 2 esp. stream of lava from a volcano, ὁ ῥ. τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης Th.3.116, cf. Pl. Phd.111e, 113b, Arist.Mir.833a17, Thphr.Lap.22; ὁ καλούμενος ῥ. D.S.14.59. 3 metaph., ῥ. ἀργύρου γενέσθαι Id.5.35. 4 of dolphins, etc., ἔχει οἷον ῥ. δύο ἐξ ὧν τὸ γάλα ῥεῖ two flow-holes, Arist. HA504b24.

German (Pape)

[Seite 850] ακος, ὁ, jeder hervorbrechende Quell, Strom; bes. der Feuerstrom, der sich aus feuerspeienden Bergen ergießt, Lavastrom, Heind. Plat. Phaed. 111 e 113 b; τοῦ πυρός, Thuc. 3, 116. 4, 96 u. Sp.; auch übertr., Arist. H. A. 2, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύαξ: -ᾱκος, ὁ, (ῥέω) ῥεῦμα ὁρμητικόν, ῥύαξ τῶν ὀρέων ἢ χείμαρρος ἐκ τῶν βροχῶν ἐξογκούμενος, Θουκ. 4. 96. 2) μάλιστα δὲ ῥεῦμα λάβας ἐκρέον ἐξ ἡφαιστείου, ὁ ῥ. τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης Θουκ. 3. 116, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 111Ε, 113Β, Ἀριστ. π. Θαυμ. 38, Θεοφρ. π. Λιθ. 22· ὁ καλούμενος ῥ. Διόδ. 14. 59· ῥ. τοῦ πυρὸς παρὰ Θουκ. 3. 116. 3) μεταφορ., ῥ ἀργύρου γενέσθαι Διόδ. 5. 35. 4) ἐπὶ τῶν μαστῶν τοῦ δελφῖνος, ὁ δελφίς ζῳοτοκεῖ, διὸ ἔχει μαστοὺς δύο... ἔχει δ’ οὐχ ὥσπερ τὰ τετράποδα ἐπιφανεῖς θηλάς, ἀλλ’ οἷον ῥύακας δύο, ἐξ ὧν τὸ γάλα ῥεῖ, δύο ὀπὰς πρὸς ἐκροήν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 13, 3.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
1 torrent formé par les pluies;
2 courant de lave ou de matières enflammées.
Étymologie: ῥέω.

Greek Monotonic

ῥύαξ: [ῠ],-ᾱκος, ὁ (ῥέω), ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος, σε Θουκ.· ὁ ῥύαξ τοῦ πυρός, λέγεται για ρεύμα, ποτάμι λάβας, ὁ ῥύαξ τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥύαξ: ᾱκος ὁ
1) поток Thuc.;
2) огненный поток, лава Plat.;
3) (у китов) молочный проток Arst.

Frisk Etymological English

ῥυάχετος See also: s. ῥέω.

Middle Liddell

ῥύαξ, ᾱκος, [ῥέω]
a rushing stream, a torrent, Thuc.; ὁ ῥ. τοῦ πυρός, of a stream of lava, Thuc.

Frisk Etymology German

ῥύαξ: ῥυάχετος
{rhúaks}
See also: s. ῥέω.
Page 2,663

English (Woodhouse)

stream of lava

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)