κάθαιμος

From LSJ
Revision as of 15:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθαιμος Medium diacritics: κάθαιμος Low diacritics: κάθαιμος Capitals: ΚΑΘΑΙΜΟΣ
Transliteration A: káthaimos Transliteration B: kathaimos Transliteration C: kathaimos Beta Code: ka/qaimos

English (LSJ)

ον, A bloody, τραύματα, σῖτα, E.IT1374, prob. in HF383 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1279] blutig, mit Blut befleckt; τραύματα Eur. I. T. 1374; σῖτα Herc. Fur. 384.

Greek (Liddell-Scott)

κάθαιμος: -ον, πλήρης αἵματος ἢ αἱμάτων, «αἱματωμένος», τραύματα, σῖτα Εὐρ. Ι. Τ. 1374, Ἡρ. Μαιν. 384.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout sanglant.
Étymologie: κατά, αἷμα.

Greek Monolingual

κάθαιμος, -ον (Α)
γεμάτος αίματα, καταματωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. έν-αιμος, σύν-αιμος].

Greek Monotonic

κάθαιμος: -ον (αἷμα), καταματωμένος, αιματηρός, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάθαιμος -ον [κατά, αἷμα] bloedig.

Russian (Dvoretsky)

κάθαιμος:
1) покрытый кровью, окровавленный (τραύματα Eur.);
2) кровавый (σῖτα Eur.).

Middle Liddell

κάθ-αιμος, ον αἷμα
bloodstained, bloody, Eur.