στεγνός

From LSJ
Revision as of 15:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγνός Medium diacritics: στεγνός Low diacritics: στεγνός Capitals: ΣΤΕΓΝΟΣ
Transliteration A: stegnós Transliteration B: stegnos Transliteration C: stegnos Beta Code: stegno/s

English (LSJ)

ή, όν,= στεγανός, A watertight, waterproof, πῖλος Hdt.4.23; οἰκήματα σ. πρὸς ὕδωρ καὶ πρὸς χιόνα Hp.Aër.18, cf. Thphr. CP6.19.3; βοῶνες PSI5.497.5 (iii B.C.); τέγη IG12(7).62.25 (Amorgos, iv B.C.); στέγν' ἔχων σκηνώματα, of a cave, E.Cyc.324; of a boat, PPetr.3p.136 (iii B.C.); of embankments, PSI5.486.8 (iii B.C.); of cisterns, etc., OGI483.194, al. (Pergam., ii A.D.). 2 Subst. στεγνόν, τό, covered dwelling, X.An.7.4.12, D.S.18.25, etc.; ἐν στεγνῷ ποιεῖσθαι τὰς νεοττιάς under cover, Arist.HA618a35; ἐν τῷ σ. φυλάττειν Id.Mir.844b13. II costive, Hp.Mul.1.36, Dsc.5.9; τὰ σ. περὶ κύστιν καὶ νεφροὺς πάθη Id.1.3. III στεγνὰ πτερά wings joined by a membrane, like those of the bat, Nic.Th.762.

German (Pape)

[Seite 932] zsgzgn statt στεγανός, bedeckt; στέγν' ἔχω σκηνώματα, Eur. Cycl. 323; περικαλύψῃ πίλῳ στεγνῷ, fest, dicht, Her. 4, 23; τὸ στεγνόν, das Haus, wie στέγη, Xen. An. 7, 4, 12; ἡ δίαιτα τοῖς ἀνθρώποις οὐκ ἔστιν ἐν ὑπαίθρῳ, ἀλλὰ σ τεγνῶν δεῖται, Oec. 7, 19; τὸ στεγνόν, Zelt, D. Sic. 18, 26; στεγνὰ πτερά, häutige Flügel, Nic. Th. 762. Vgl. στεγανόπους.

Greek (Liddell-Scott)

στεγνός: -ή, -όν, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ στεγανός, ἀδιάβροχος, ἀδιαπέραστος ὑπὸ ὑγροῦ , πῖλος Ἡρόδ. 4. 23· οἰκήματα στεγ. πρὸς ὕδωρ καὶ πρὸς χιόα Ἱππ. π. Ἀερ. 291, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 19, 3· στέγν' ἔχω οἰκήματα, ἐπὶ σπηλαίου, Εὐρ. Κύκλ. 324. 2) ὠς οὐσιαστ., στεγνόν, τό, κεκαλυμμένον, ἐστεγασμένον οἴκημα, Ξεν. Οἰκ. 7. 19, πρβλ. 9, 3, Ἀν. 7. 4, 12, Διόδ. 18. 25, κτλ.· ἐν στεγνῷ ποιεῖσθαι τὰς νεοττιάς, ὑπὸ στέγην ἢ σκέπην, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 30, 2· ἐν τῷ στ. φυλάττειν ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 138. ΙΙ. συγκεκλεισμένος, στεγνός, δυκοίλιος, Ἱππ. 604. 21, Διοσκ. 5. 17· τὰ στ. πάθη ὁ αὐτ. 1. 3. ΙΙΙ. στεγνὰ πτερά, πτέρυγες ἀποτελούμεναι ἐκ μεμβράνης ὡς τὰ τῆς νυκτερίδος, Νικ. Θηρ. 762· πρβλ. στεγανόπους ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui couvre;
2 couvert, abrité ; τὸ στεγνόν abri, cabane, hutte.
Étymologie: στέγω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στεγνός, -ή, -όν, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ο μη υγρός, ξερός, αυτός που δεν είναι βρεγμένος (α. «ο δρόμος ήταν στεγνός» β. «σκούπισέ τα με στεγνό πανί» γ. «φέρε στεγνά ξύλα για το τζάκι»)
2. μτφ. α) αδύνατος, ισχνόςστεγνός και σουρωμένος»)
β) ανιαρός (α. «στεγνό ύφος» β. «στεγνός συγγραφέας»)
γ) αυτός που δεν έχει χρήματα («είμαι στεγνός, δεν έχω φράγκο»)
δ) αυτός που δεν έχει πιει κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες
3. φρ. α) «στεγνά χείλη» — χείλη ξερά από τη δίψα ή από πυρετό
β) «στεγνά μάτια» — μάτια χωρίς δάκρυα
γ) «στεγνό φίλτρο»
τεχνολ. φίλτρο καθαρισμού του αέρα εσωτερικών χώρων
(μσν.-αρχ) στεγανός, αδιάβροχος («οἰκήματα στεγνὰ πρὸς ὕδωρ καὶ πρὸς χιόνα», Ιπποκρ.)
αρχ.
1. δυσκοίλιος, αυτός που πάσχει από δυσκοιλιότητα
2. αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα («τὰ στεγνὰ περὶ τὴν κύστιν πάθη», Διοσκ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ στεγνόν
στεγασμένο οίκημα
4. φρ. «στεγνὰ πτερά» — μεμβρανώδη φτερά σαν της νυχτερίδας.
επίρρ...
στεγνά Ν
1. χωρίς νερό ή χωρίς υγρασία
2. μτφ. χωρίς ικμάδα, αχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ- του στέγω + επίθημα -νός (πρβλ. τερπ-νός)].

Greek Monotonic

στεγνός: -ή, -όν,
1. συνηρ. από το στεγανός, αδιαπέραστος, αδιάβροχος, σε Ηρόδ.· στεγνὰ οἰκήματα, λέγεται για σπήλαιο, σε Ευρ.
2. ως ουσ., στεγνόν, τό, κατοικία που διαθέτει σκεπή, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

στεγνός:
1) крытый, защищенный (σκηνώματα Eur.);
2) плотный, непроницаемый, толстый (πῖλος Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεγνός -ή -όν [στέγω] niets doorlatend, ondoordringbaar, waterdicht. bedekt, overdekt, alleen subst. τὸ στεγνόν overdekte woonruimte.

Middle Liddell

στεγνός, ή, όν [contr. from στεγανός
1. waterproof, Hdt.; στεγνὰ οἰκήματα, of a cave, Eur.
2. as Subst., στεγνόν, οῦ, a covered dwelling, Xen.

English (Woodhouse)

waterproof, water-tight, watertight

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)