χολόεις
From LSJ
English (LSJ)
εσσα, εν, A of bile or gall, full thereof, Nic.Th.253; ἀκόνιτον, ποτόν, Id.Al. 12, 17, cf. Opp.C.1.381.
German (Pape)
[Seite 1363] εσσα, εν, von Galle, voll Galle, gallig, übh. = Vorigem; ἀκόνιτον Nic. Al. 13. 17; στόμα 594; ἰός Opp. Cyn. 1, 381.
Greek (Liddell-Scott)
χολόεις: εσσα, εν, πλήρης χολῆς, πολλάκις δ’ αὖ χολόεντας ἀπήρυγε νηδύος ὄγκους Νικ. Θηρ. 253, Ἀλεξιφ. 12, 17, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 381.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
ο γεμάτος χολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + κατάλ. -όεις].