μίαχος

From LSJ
Revision as of 17:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίαχος Medium diacritics: μίαχος Low diacritics: μίαχος Capitals: ΜΙΑΧΟΣ
Transliteration A: míachos Transliteration B: miachos Transliteration C: miachos Beta Code: mi/axos

English (LSJ)

μίασμα, ἀσέβημα, κτλ., Hsch.; also, A = τὸ δυσῶδες, Id. μιαχρός, ά, όν, = καθαρός, Id.

German (Pape)

[Seite 182] τό, u. μιαχρός, = μίασμα, μιαρός, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μίαχος: (;) «μίασμα, ἀσέβημα· τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δυσώδους» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μίαχος (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «μίασμα, ἀσέβημα»
2. «τὸ δυσῶδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μια- του μιαίνω, πιθ. με επίθημα -χος (πρβλ. βόστρυ-χος)].