ὀφίκιον

From LSJ
Revision as of 19:59, 11 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=το (AM ὀφφίκιον, Α και ὀφίκιον)<br />(ιδίως στους Βυζαντινούς) αξίωμα, κατά κατη...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source

Greek Monolingual

το (AM ὀφφίκιον, Α και ὀφίκιον)
(ιδίως στους Βυζαντινούς) αξίωμα, κατά κατηγορία, διαφόρων εκκλησιαστικών, αυλικών, πολιτικών και στρατιωτικών αρχόντων της αυτοκρατορίας
νεοελλ.
δημόσιο λειτούργημα, δημόσιο αξίωμα, τίτλος, βαθμός, τιμητική διάκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. officium «υπηρεσία»].