κορυμβήθρα
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ἡ, = κορύμβηλος, κορυμβίας (white-berried ivy, Hedera helix), Ps.-Dsc.2.179.
Greek (Liddell-Scott)
κορυμβήθρα: ἡ, κατὰ Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683C, -βηλός, ὁ, = τῷ ἑπομ.
Greek Monolingual
κορυμβήθρα, ἡ (Α) κόρυμβος
κορυμβίας, είδος κισσού.