ἰσικιομάγειρος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ὁ, = ἰσικιάριος (sausage-maker), Wien. Stud. 24.129 (vi AD).
Greek Monolingual
ἰσικιομάγειρος, ὁ (Α)
πάπ. ισικιάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσίκιον + μάγειρος.