τορδύλιον
From LSJ
Full diacritics: τορδύλιον | Medium diacritics: τορδύλιον | Low diacritics: τορδύλιον | Capitals: ΤΟΡΔΥΛΙΟΝ |
Transliteration A: tordýlion | Transliteration B: tordylion | Transliteration C: tordylion | Beta Code: tordu/lion |
τό, = τόρδυλον (hartwort, Tordylium officinale, tordylon), Dsc. 3.54 (τόρδιλον, τορδίλιον codd.), Eup. 2.81.
τορδύλιον: τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 3. 63.
το / τορδύλιον, ΝΑ τόρδυλον
νεοελλ.
λόγια ονομασία γένους φυτών
αρχ.
τόρδυλον.