τυμπανίστρια

Revision as of 10:45, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

fem. of τυμπανιστής.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. de τυμπανιστής.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βλ. τυμπανιστής.

Russian (Dvoretsky)

τυμπᾰνίστρια: ἡ барабанщица Dem., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμπανίστρια -ας, ἡ [τυμπανίζω] bespeelster van de tamboerijn.