κατακιρνάω
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
v. κατακίρνημι.
German (Pape)
[Seite 1353] = κατακεράννυμι, Sp.; im pass. κατακίρναμαι, Longin. 15, 9; Epigr. symm. her. 21 (IX, 362, 12).