συνεγκλιτικός
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
ή, όν, enclitic, Hdn. Gr. 1.551, cf. AB 1142.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συνεγκλίνω
εγκλιτικός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συνεγκλίνω
εγκλιτικός.