κισσηροειδής
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
κισσηρόω, incorrect forms for κισηρ-.
German (Pape)
[Seite 1442] ές, bimssteinartig, Theophr. u. A. – Adv., Stob. ecl. 1, 26, 3.
French (Bailly abrégé)
v. κισηροειδής.
Russian (Dvoretsky)
κισσηροειδής: v. l. = κισηροειδής.