ἐλαιοχριστία

From LSJ
Revision as of 11:13, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιοχριστία Medium diacritics: ἐλαιοχριστία Low diacritics: ελαιοχριστία Capitals: ΕΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑ
Transliteration A: elaiochristía Transliteration B: elaiochristia Transliteration C: elaiochristia Beta Code: e)laioxristi/a

English (LSJ)

ἡ, A supply of oil for anointing, D.L. 5.71 (codd. ἐλαιοχρηστία, use of oil):—also ἐλαιοχρείστιον, (ἐλαιοχρίστιον) IG12(9).236.17 (Eretria), Ath.Mitt.33.382 (Pergam.),JHS9.231 (Paphos):— Boeot. ἐληοχρίστιον, BCH26.156 (Thespiae); tax levied for this purpose, Ostr.Strassb.178 (ii/i B.C.).

German (Pape)

[Seite 789] ἡ, das Salben mit Oel, D. L. 5, 71, wo die mss. ἐλαιοχρηστία, ἡ, Oelgebrauch, haben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοχριστία: ἡ, ἡ δι’ ἐλαίου χρῖσις, ἐπανορθωθὲν ὑπὸ Βουδαίου ἐν Διογ. Λ. 5. 71 (ἔνθα τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἐλαιοχρηστία, χρῆσις ἐλαίου)· ― οὕτως ἐληοχριστήριον, τό, ἀγγεῖον χρήσιμον πρὸς τοιοῦτον σκοπόν, Keil Ἐπιγραφ. σ. 73.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
suministro, provisión de aceite para ungirse en el gimnasio, D.L.5.71 (= Lyco 15).

Greek Monolingual

ἐλαιοχριστία, η (Α)
παροχή ελαίου για επάλειψη τών αθλητών που ασκούνταν στην παλαίστρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐλαιοχριστία: ἡ смазывание оливковым маслом Diog. L.