θηλυπρόσωπος
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
ον, A with woman's face, Suid. s.v. Σειρῆνας.
German (Pape)
[Seite 1207] mit Weibergesicht, Suid. Σειρῆνες.
Greek (Liddell-Scott)
θηλυπρόσωπος: -ον, ἔχων γυναικεῖον πρόσωπον, Σουΐδ. ἐν λ. Σειρῆνες.
Greek Monolingual
θηλυπρόσωπος, -ον (Α)
(για τις Σειρήνες) αυτός που έχει πρόσωπο γυναίκας.