ὠκύπλοος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ον, A quick-sailing, Hsch. s.v. ὁ ὠκύκλοος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύπλοος: -ον, «ὁ ταχὺ πλέων» Ἡσύχ.· «ὠκυπλόων, ταχυπόρων» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ταχὺ πλέων»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ταχύπορος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πλόος (< πλέω), πρβλ. ταχύ-πλοος].