πυρισμάραγος

From LSJ
Revision as of 10:16, 4 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρισμάρᾰγος Medium diacritics: πυρισμάραγος Low diacritics: πυρισμάραγος Capitals: ΠΥΡΙΣΜΑΡΑΓΟΣ
Transliteration A: pyrismáragos Transliteration B: pyrismaragos Transliteration C: pyrismaragos Beta Code: purisma/ragos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, A roaring with fire, Theoc.Syrinx 8 (v.l. -σφάραγος).

German (Pape)

[Seite 823] im oder vom Feuer tosend, krachend, Theocr. syrinx (XV, 21), Πόθος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pétille ou craque au feu.
Étymologie: πῦρ, σμαραγέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ηχεί, που παράγει θόρυβο από τη φωτιά που τον καίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κάνω θόρυβο»), πρβλ. αλι-σμάραγος, μεγαλο-σμάραγος).

Greek Monotonic

πῠρισμάρᾰγος: [ᾰ], -ον, αυτός που αντηχεί μέσα στη φωτιά, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πῠρῐσμάρᾰγος: (μᾰ) бурнопламенный, страстный (πόθος Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρισμάραγος -ον [πῦρ, σμαραγέω] met loeiende vlammen, brandend; overdr.: πόθος π. vurig loeiend verlangen Theocr. Syr. 8.

Middle Liddell

πῠρι-σμᾰ́ρᾰγος, ον,
roaring with fire, Theocr.