ραντιστήρι
Greek Monolingual
το / ῥαντιστήριον, ΝΜΑ
1. δοχείο με διάτρητο πώμα που χρησιμοποιείται για ραντισμό φυτών, λουλουδιών κ.λπ.
2. εκκλ. α) δοχείο το οποίο χρησιμοποιείται για τον ραντισμό τών πιστών με μύρο ή με αγιασμό
β) δέσμη βασιλικού ή δεντρολίβανου, με την οποία ο ιερέας ραντίζει τους πιστούς ή οικίες και σκεύη, αφού προηγουμένως την εμβαπτίσει σε αγιασμένο νερό, κν. αγιαστούρα
αρχ.
πληθ. τὰ ῥαντιστήρια
τελετές με ραντισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαντίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανισ-τήριον)].
Wikipedia EL
Αγιαστούρα ή αγιαστήρα ή ραντιστήρι ονομάζεται η δέσμη βασιλικού που μαζί με τον σταυρό χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίζει τους πιστούς με τον αγιασμό. Επίσης ονομάζεται το δοχείο όπου τοποθετείται ο αγιασμός, και το μυροδοχείο σε σχήμα αχλαδιού με ψηλό λαιμό, με το οποίο γίνεται το ράντισμα. Επίσης λέγεται και ράντιστρο ή ραντιστήρι διότι με αυτό ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς. Το αντίστοιχο σκεύος στην Καθολική Εκκλησία λέγεται aspergillum.