ὁλμίσκος

From LSJ
Revision as of 18:55, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλμίσκος Medium diacritics: ὁλμίσκος Low diacritics: ολμίσκος Capitals: ΟΛΜΙΣΚΟΣ
Transliteration A: holmískos Transliteration B: holmiskos Transliteration C: olmiskos Beta Code: o(lmi/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of A ὅλμος ΙΙ, socket of the hinge of a door, S.E.M.10.54, PLond.3.1177.232 (ii A. D.). 2 tooth-socket, Ruf.Onom.55 ; the hollows of the molar teeth, Poll.2.93(pl.). 3 frustum of a cone, POxy.470r.35.

German (Pape)

[Seite 324] ὁ, dim. von ὅλμος, kleiner Mörser; bei Sext. Emp. adv. phys. 2, 54 der Angelhaken an der Thür; Poll. 2, 93 erkl. αἱ τῶν μύλων κοιλότητες, s. ὅλμος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλμίσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ ὅλμος ΙΙ, μικρὸν ἰγδίον, Πολυδ. Β΄, 93. 2) τὸ κοῖλον σιδήριον εἰς ὃ εἰσέρχεται ὁ στρόφιγξ τῆς ἀνοιγόμενης καὶ κλειομένης θύρας, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 54.

Greek Monolingual

ο (Α ὁλμίσκος) όλμος
νεοελλ.
μικρός όλμος
αρχ.
1. η κοίλη σιδερένια υποδοχή στην οποία εισέρχεται η στρόφιγγα της θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῦ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ αὐτῷ ἐν στρέφεται τόπῳ», Σέξτ. Εμπ.)
2. φατνίο δοντιού
3. τεμάχιο κώνου
4. μικρό γουδί.

Russian (Dvoretsky)

ὁλμίσκος: ὁ [demin. к ὅλμος дверной крюк (на который надевается дверная петля) Sext.