οικειοποιούμαι

Revision as of 16:35, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Α οἰκειοποιοῦμαι, -έομαι)
παίρνω κάτι που ανήκει σε άλλον και το κάνω δικό μου, σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι
αρχ.
1. υιοθετώ
2. (το ενεργ.) οἰκειοποιῶ, -έω- καθιστώ κάτι οικείο σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -ποιῶ / -ποιοῦμαι (< -ποιός)].