προσασκώ

From LSJ
Revision as of 16:36, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ ἀσκῶ
εξασκώ, γυμνάζω κάποιον επί πλέον («προσασκοῡνται τῷ φόβῳ», Ιώσ.)
αρχ.
παθ. προσασκοῦμαι, -έομαι
(για γη) καλλιεργούμαι.