συμποσούμαι

From LSJ
Revision as of 16:45, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

Greek Monolingual

συμποσοῦμαι, -όομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμποσῶ, -όω, ΜΑ
ανέρχομαι, φτάνω σε κάποιο ποσό («τα ελλείμματα συμποσούνται σε 10 δισεκατομμύρια»)
μσν.-αρχ.
ενεργ. μετράω μαζί, υπολογίζω σε ενιαίο ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ποσῶ / ποσοῦμαι (< ποσός/ποσόν)].