επιτάσσω
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
Greek Monolingual
(Α ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) τάσσω
τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλο («ὄπισθεν δὲ τοῦ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω
2. εκτελώ επίταξη
αρχ.
1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως τὸ ἂν ἐπιτάσσῃς σύ», Ηρόδ.
β. «φυλάττειν τὸν πατέρ’ ἐπέταξε νῷν», Αριστοφ.
γ. «ἐπιτάξαντα ἀποφορὴν ἐπιτελέειν», Ηρόδ.)
2. δίνω, επιβάλλω διαταγές («ἐπιτάσσοντες ἤδη καὶ οὐκέτι αἰτιώμενοι», Θουκ.)
3. χρησιμοποιώ την προστακτική έγκλιση («εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν "μῆνιν ἄειδε, θεά", τὸ γὰρ κελεῡσαι φησὶν ποιεῖν τι... ἐπίταξίς έστιν», Αριστοτ.)
4. τοποθετώ κάτι ή κάποιον μετά από άλλο ή δίπλα
5. διορίζω κάποιον ως αρχηγό («ἐπιτάξας αὐτοῑς Πτολεμαῑον», Αρρ.)
6. (η μτχ. παθ. ενεστ.) ἐπιτασσόμενος, -η, -ον
επιβαλλόμενος υποχρεωτικά («κατά νόμον τὸν ἐπιταχθησόμενον», Πλάτ.).