προσαιτώ

From LSJ
Revision as of 08:50, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ αἰτῶ
ζητώ με παρακλήσεις ελεημοσύνη από κάποιον, ζητιανεύω
αρχ.
1. ζητώ, απαιτώ κάτι επιπροσθέτως
2. έχω επί πλέον ανάγκη από κάτι για κάποιο σκοπό («εἰ μὴ πλείονας ἀνθρώπους ἢ ὅσους αὐτὰ τὰ ἔργα προσαιτοίη κατ' ἐνιαυτὸν ἐμβάλοιμεν», Ξεν.)
3. ζητώ μικρή ποσότητα από κάτι
4. ζητώ κάτι με επιμονή, γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός («κακεῖνος μὲν ἧν χωλός, προσαιτῶν, στωμύλος», Αριστοφ.).