ετοιμάζω

From LSJ
Revision as of 09:00, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἑτοιμάζω) έτοιμος
1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ' ἑτοιμάσατ'», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. ετοιμάζομαι
α) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμος
i. «ετοιμάζομαι για τις εξετάσεις»
ii. (με τη σημ. του ενεργ.) κάνω κάτι ή κάποιον έτοιμο («ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους», Ομ. Ιλ.)]
3. παθ. ετοιμάζομαι από άλλον, γίνομαι έτοιμος από κάποιον («ἑτοιμασθήσεται ἐν δικαιοσύνῃ ὁ θρόνος σου», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
1. καταρτίζω κάποιον, τον δασκαλεύω («τον ετοίμασα για να αντιμετωπίζει τη ζωή»)
2. σχεδιάζω, έχω προγραμματίσει κάτι («τί ετοιμάζεις;»)
μσν.
(για τόπο ή χρόνο) προκαθορίζω
αρχ.
1. (για σπίτια) συγυρίζω, ευτρεπίζω («καὶ δῶμ' ἑτοίμαζ' ὡς συνοικήσουσά μοι», Ευρ.)
2. (για πλοία) εξοπλίζω, αρματώνω
3. κάνω κάτι στέρεο, ασφαλίζω («ὡς νῦν ἡτοίμασε κύριος τὴν βασιλείαν σου ἐπὶ Ἰσραήλ», ΠΔ).