ἐπικαρπίδιος

From LSJ
Revision as of 14:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαρπίδιος Medium diacritics: ἐπικαρπίδιος Low diacritics: επικαρπίδιος Capitals: ΕΠΙΚΑΡΠΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epikarpídios Transliteration B: epikarpidios Transliteration C: epikarpidios Beta Code: e)pikarpi/dios

English (LSJ)

[ῐδ], ον, A on fruit, χνοῦς AP9.226 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 946] auf der Frucht, μήλων χνοῦς Zon. 6 (IX, 226).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur le fruit.
Étymologie: ἐπί, καρπός.

Greek Monolingual

ἐπικαρπίδιος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται πάνω στην επιφάνεια τών καρπών («χνοῦνἐπικαρπίδιον», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἐπικαρπίδιος: -ον (καρπός), αυτός που γίνεται πάνω στον καρπό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαρπίδιος: (πῐ) находящийся на плодах, покрывающий плоды (χνοῦς Anth.).

Middle Liddell

ἐπι-καρπίδιος, ον καρπός
on fruit, Anth.