ενώνω

From LSJ
Revision as of 15:34, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

(AM ἑνῶ, -όω)
1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω
2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ' ακολουθεί», Δ. Σολωμός)
3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή περισσότερα στοιχεία νέο χημικό μίγμα, χημική ένωση
(α. «ενώνω το οξυγόνο και το υδρογόνο» β. «ἑνωθήσεται καὶ ἀμφότερα ἕv γενήσεται σῶμα», Σέξτ. Εμπ.)
4. συνδέω, συζευγνύω
5. συνδέω με αμοιβαία αισθήματα, σχέσεις (α. «μάς ενώνει θερμή φιλία» β. «οὐδὲν οὕτως συγκολλᾷ καὶ ἑνοῑ τῷ θεῷ», Ιω. Χρυσ.)
νεοελλ.
1. συνδέω με συρραφή ή συγκόλλησηενώνω τα μανίκια με το φουστάνι»)
2. (για τρεχούμενα νερά) συρρέω, συμβάλλω («ποταμοί, τα ρέματα ενωμένα», Παλαμάς)
μσν.
1. προσθέτω
2. μέσ. συναντιέμαι
3. μέσ. συνέρχομαι, συνουσιάζομαι, ζευγαρώνω
4. παντρεύομαι
5. συναναστρέφομαι
6. συνδέομαι φιλικά
7. συγκρούομαι («ὡς ἀετοὶ πετάμενοι ἑνώθησαν οἱ δύο», Διγ.)
8. (μτβ. και αμτβ.) συναντώ
9. (η παθ. μτχ. ουδ. ως ουσ.) τὸ ἡνωμένον
το ον (Δαμάσκ.)
αρχ.
1. συνδυάζω («ἑνοῦν τὸ ἀκούειν τῷ πράττειν», Φίλ.)
2. παθ. (φιλοσ.) πραγματώνω τήν κατά τον Πλωτίνο ένωση με το θείο
3. (η παθ. μτχ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡνωμένοι
(για στράτευμα) οι συντεταγμένοι στρατιώτες, σε αντιδιαστολή προς τους ασύντακτους
4. φρ. «ἑνῶ τινα τῇ γῇ» — ενταφιάζω, θάβω
5. (η παθ. μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡνωμένα (Λογγίν.)
ονόματα ή προτάσεις σε ενικό αριθμό.