προανακινώ
From LSJ
Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt
Greek Monolingual
-έω, Α
1. διεγείρω προηγουμένως («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῖσθαι τοῖς Νομαδικοῑς τοὺς πρὸς Ῥωμαίους ἀγώνας», Πλούτ.)
2. ερευνώ από πριν
3. κάνω εκ τών προτέρων κινήσεις χωρίς προειδοποίηση.