χολώ
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
(I)
-άω, Α χολή
1. κατέχομαι από μελαγχολία («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῖ, γάστριν καλοῦσι καὶ λάμυρον», Επικρ.)
2. οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ).
(II)
-έω, Μ χολή
οργίζομαι.
(III)
-όω, Α
βλ. χολώνω.