ισηγορία

From LSJ
Revision as of 13:20, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

η (Α ἰσηγορία, ιων. τ. ἰσηγορίη) ισήγορος
το δικαίωμα να μιλά κάποιος εξίσου με άλλον, ισότητα ως προς την έκφραση του λόγου, ελευθερία του λόγου
αρχ.
1. πολιτική ελευθερία, ισότητα («ἰσηγορίη ἐστὶ χρῆμα σπουδαῖον», Ηρόδ.)
2. ισονομία, ισότητα δικαιωμάτων.