πιλητής
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
German (Pape)
[Seite 615] ὁ, der Wolle, Haare krämpt, filzt, Filzer, – übh. der zusammendrängt, verdichtet.
Greek (Liddell-Scott)
πῑλητής: -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων πιλήματα, Πολυδ. Ζ΄, 171.
Greek Monolingual
ὁ, Α [[[πιλώ]] (Ι)]
αυτός που κατασκευάζει πιλήματα.