διατρύγιος

From LSJ
Revision as of 11:25, 29 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́")

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατρύγιος Medium diacritics: διατρύγιος Low diacritics: διατρύγιος Capitals: ΔΙΑΤΡΥΓΙΟΣ
Transliteration A: diatrýgios Transliteration B: diatrygios Transliteration C: diatrygios Beta Code: diatru/gios

English (LSJ)

[ῠ], ον, (τρύγη), διατρύγιος δὲ ἕκαστος [ὄρχος] ἤην each row A bore grapes in succession, Od.24.342, cf. Eust.ad loc.

German (Pape)

[Seite 608] einmal bei Homer, Odyss. 24, 342, ὄρχους δέ μοι ὧδ' ὀνόμηνας δώσειν πεντήκοντα, διατρύγιος δὲ ἕκαστος ἤην· ἔνθα δ' ἀνὰ σταφυλαὶ παντοῖαι ἔασιν, ὁππότε δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν ὕπερθεν: man versteht unter ὄρχος διατρύγιος eine Reihe von Weinstöcken, zwischen denen Korn wächst, oder die zu verschiedener Zeit Trauben bringen, vgl. Odyss. 7, 122 ff. S. Scholl. Odyss. 24, 342 Eustath. p. 1964, 24 Apoll. Lex. Homer. p. 58, 21 Hesych. Etymol. m. p. 271, 26.

Greek (Liddell-Scott)

διατρύγιος: -ον, (τρύγη)· ἐν Ὀδ. Ω.342, διατρύγιος δὲ ἕκαστος (ὄρχος) ἤην, ἑκάστη σειρὰ ἔφερε σταφυλὰς διαδοχικῶς, Εὐστ. ἐν τόπῳ· πρβλ. Ὀδ. Η.122 κἑξ.

English (Autenrieth)

(τρύγη): bearing (strictly, ‘to be gathered’) in succession, Od. 24.342†.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῠ-]
constantemente vendimiable δ. δὲ ἕκαστος (ὄρχος) ἤην cada liño de vides producía constantemente, Od.24.342.

Greek Monolingual

διατρύγιος, -ον (Α) τρυγώ
επίθ. που αποδίδεται σε αμπέλι, του οποίου τα σταφύλια δεν ωριμάζουν ταυτόχρονα, Όμ.).

Greek Monotonic

διατρύγιος: [ῠ], -ον (τρύγη), αυτός που δίνει περισσότερες από μία σοδειές, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

διατρύγιος: (ῠ) приносящий разнообразные плоды или плодоносящий в течение круглого года (ὄρχος Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατρύγιος -ον [διά, τρύγη] voortdurend oogst opleverend.

Middle Liddell

δια-τρῠ́γιος, ον adj τρύγη
bearing grapes in succession, Od.