ὑδρευτικός

From LSJ
Revision as of 14:47, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρευτικός Medium diacritics: ὑδρευτικός Low diacritics: υδρευτικός Capitals: ΥΔΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hydreutikós Transliteration B: hydreutikos Transliteration C: ydreftikos Beta Code: u(dreutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for watering, ὄργανα Alex.Polyh. ap. Eus.PE9.27.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕδρευσιν, ὄργανα Ἀλέξ. Πολυΐστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδρευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑδρευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύδρευση («υδρευτικό δίκτυο»)
2. ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για ύδρευση
αρχ.
αρδευτικός.