ἐπιστημονικός

From LSJ
Revision as of 14:50, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστημονικός Medium diacritics: ἐπιστημονικός Low diacritics: επιστημονικός Capitals: ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: epistēmonikós Transliteration B: epistēmonikos Transliteration C: epistimonikos Beta Code: e)pisthmoniko/s

English (LSJ)

ή, όν, A capable of knowledge, τὸ ἐ. τῆς ψυχῆς Arist.de An.431b27; opp. βουλευτικός, Id.MM1196b17, cf. EN1139a12; θεὸς . . πάντων-ώτατον Id.Fr.10 (=S.E.M.9.21): Comp. -ώτερος Arist.Top.141b16, Ph.Fr.70 H. II. of or for science, scientific, ἀρχαί Arist.Top.100b19; ὁ ὁρισμὸς -κός (v.l. -κόν) Id.Metaph.1039b32; ἀποδείξεις Id.AP0.75a30; συλλογισμός ib.71b18; αἴσθησις Phld.Mus.p.11 K.; λόγοι Gal.UP12.6; ἐπίγνωσις Theol.Ar.17; οὐκ ἦν εὔλογον οὐδ' ἐ. ib.58: Sup.-ώτατον, ἔργον [ὁ κόσμος] Ph.2.217. Adv. -κῶς Arist.Top.114b10, Ph.2.417.

German (Pape)

[Seite 984] ή, όν, das Wissen betreffend, wissend, τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς μέρος Arist. Eth. 6, 2; auch adv., S. Emp. adv. phys. 283.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστημονικός: -ή, -όν, ἐπιδεκτικὸς ἐπιστήμης, γνώσεως, ἀντίθετον τῷ λογιστικός, τὸ ἐπ. μέρος τῆς ψυχῆς Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 8, 2, Ἠθ. Ν. 6. 1, 6· θεός... πάντων ἐπιστημονικώτατον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 12. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἢ κατάλληλος διὰ τὴν ἐπιστήμην, ὡς καὶ νῦν, ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 1, 2· ὁρισμὸς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 3· ἀπόδειξις ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. Ὑστ. 1. 6, 11, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιστημονικός, -ή, -όν) επιστήμων
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που ακολουθεί τους όρους της επιστήμης («επιστημονική έρευνα, συζήτηση», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική ἀπόδειξις»)
αρχ.
ο ικανός να κατέχει την επιστήμη, να μαθαίνει καλά κάτι («τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστημονικός:
1) познающий (μέρος τῆς ψυχῆς Arst.);
2) научный (ὁρισμός Arst.).